νυκτιφαής

νυκτιφανής

νυκτίφαντος
νυκτι·φανής, ής, ές [ῐᾰ]
1 qui brille pendant la nuit, Anth. App. 40 ||
2 qui se montre pendant la nuit, Nonn. Jo. 20, 1.
Étym. ν. φαίνω.