νυκτίσεμνος

νυκτιφαής

νυκτιφανής
νυκτι·φαής, ής, ές [] qui brille pendant la nuit, Parmén. (Plut. M. 116a) ; Orph. H. 53, 10.
Étym. ν. φάος ; cf. νυκτοφαής.