νυκτοκλοπία

νυκτομαχέω-ῶ

νυκτομαχία
νυκτο·μαχέω-ῶ [] combattre la nuit, Plut. Cam. 36, etc. ; App. Civ. 5, 35.
Étym. ν. -μαχος de μάχομαι.