νυκτομαχέω-ῶ

νυκτομαχία

νυκτοπεριπλάνητος
νυκτο·μαχία, ας () [μᾰ] combat de nuit, Thc. 7, 44 ; Plut. M. 722e ||
E Ion. -ίη, Hdt. 1, 74.
Étym. ν. μάχη.