νηάς

νηγάτεος

νήγρετος
νηγάτεος, η, ον [] nouvellement né, d’où neuf, Il. 2, 43 ; 14, 185 ; Hh. Ap. 122 ; A. Rh. 1, 775 ; 4, 188.
Étym. pour *νεηγάτεος, de νέος, γέγαα.