νηλής

νηλιποκαιϐλεπέλαιος

νήλιπος
νηλιπο·και·ϐλεπ·έλαιος, ος, ον, qui va nu-pieds et au teint huileux, sobriquet des philosophes, Anth. App. 288.
Étym. νήλιπος, καί, βλέπω, ἔλαιον.