Νήριτον

νήριτος

Νήριτος
νήριτος, ος, ον [] innombrable, infini, Hés. O. 50 ; A. Rh. 3, 1288 ; 4, 158.
Étym. νη-, ἀρι-, compter, v. ἀριθμός ; cf. εἰκοσινήριτος.