νωθρεύω

νωθρία

νωθριάω-ῶ
νωθρία, ας () c. νωθρεία, Ptol. Tetr. p. 141, 10 ; Chrys. 6, 319 ; Clém. 850 ||
E Ion. νωθρίη, Hpc. 79h, etc.
Étym. νωθρός.