ὀϐριμόθυμος

ὀϐριμόπαις

ὀϐριμοπάτρα
ὀϐριμό·παις, αιδος (ὁ, ἡ) [] aux robustes enfants, Nonn. D. 10, 277.
Étym. ὄϐριμος, παῖς.