ὀχλοκοπέω-ῶ

ὀχλοκοπική

ὀχλοκόπος
ὀχλοκοπική, ῆς () (s. e. τέχνη) l’art de capter la foule, Sext. M. 2, 50.
Étym. ὀχλοκόπος.