ὀχλοκοπική

ὀχλοκόπος

ὀχλοκρατία
ὀχλο·κόπος, ος, ον, qui cherche à capter la faveur populaire, intrigant, ambitieux, Pol. 3, 80, 3.
Étym. ὄχλος, κόπτω.