ὀχλολοίδορος

ὀχλομανέω-ῶ

ὀχλοποιέω-ῶ
ὀχλο·μανέω-ῶ [] être passionné pour la faveur populaire, Plut. M. 603d.
Étym. ὄ. μαίνομαι.