ὀχλοκρατία

ὀχλολοίδορος

ὀχλομανέω-ῶ
ὀχλο·λοίδορος, ος, ον, qui outrage la foule, le bas peuple, Timon (DL. 9, 6).
Étym. ὄ. λοιδορέω.