ὀδοντάγρα

ὀδονταγωγόν

ὀδονταλγέω-ῶ
ὀδοντ·αγωγόν, οῦ (τὸ) [] c. le préc. C. Aur. Chron. 2, 4.
Étym. ὀδούς, ἄγω.