Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
ὀδοντόκερας
ὀδοντοφόρος
ὀδοντοφυέω-ῶ
ὀδοντο·φόρος,
ος, ον,
dentelé,
Anth.
6, 246
.
Étym.
ὀδούς, φέρω
.