ὀγδοάς

ὀγδόατος

ὀγδοήκοντα
ὀγδόατος, η, ον [] poét. c. ὄγδοος, Il. 19, 246 ; Od. 3, 306 ; Hés. O. 770, 788 ; cf. τρίτατος et ἑϐδόματος.