ὀγδοηκοντάπηχυς

ὀγδοηκοντατάλαντος

ὀγδοηκοντούτης
ὀγδοηκοντα·τάλαντος, ος, ον, de 80 talents, Lys. 177, 26.
Étym. ὀγδοήκ. τάλαντον.