ὀγδοηκοντατάλαντος

ὀγδοηκοντούτης

ὀγδοηκοντοῦτις
ὀγδοηκοντούτης, ης, ες, âgé de 80 ans, Luc. Herm. 48, 77 ; App. Civ. 4, 25.
Étym. ὀγδοήκοντα, ἔτος ; cf. ὀγδοηκονταέτης.