ὀγδοηκοντοῦτις

ὀγδοηκοσταῖος

ὀγδοηκοστός
ὀγδοηκοσταῖος, α, ον, qui vient ou se fait le 80e jour, Hpc. 832, 3 ; 1131f.
Étym. ὀγδοηκοστός.