ὀγδοηκοσταῖος

ὀγδοηκοστός

ὀγδοημόριον
ὀγδοηκοστός, ή, όν, quatre-vingtième, Thc. 1, 12 ; Spt. 2 Macc. 1, 10 ; 1 Reg. 6, 1.
Étym. ὀγδοήκοντα.