οἰνόγαρον

οἰνογευστέω-ῶ

οἰνογευστική
οἰνο·γευστέω-ῶ, goûter du vin, Antiph. (Ath. 380f) ; Geop. 7, 7, 1.
Étym. οἶν. γευστός, vb. de γεύω.