οἰνωπός

οἴνωσις

Οἰνωτρία
οἴνωσις, εως () ivresse légère, (p. opp. à μέθη et à παροινία) Plut. M. 503f et 645a ; au plur. (dat. οἰνώσεσι) DL. 7, 183.
Étym. οἰνόω.