οἰστικῶς

ὀϊστοϐόλος

ὀϊστοδέγμων
ὀϊστο·ϐόλος, ος, ον, qui lance des traits, Anth. 7, 427 ; Nonn. D. 24, 139, etc.
Étym. ὀϊστός, βάλλω.