ὀϊστοϐόλος

ὀϊστοδέγμων

ὀϊστοδόκη
ὀϊστο·δέγμων, ων, ον, gén. ονος, qui renferme les traits, Eschl. Pers. 1020.
Étym. ὀϊστός, δέχομαι.