ὀϊστοκόμος

οἰστός

ὀϊστός
οἰστός, ή, όν, supportable, Thc. 1, 122 ; 7, 75 ; Luc. J. voc. 7 ||
Cp. -ότερος, Hld. 2, 24.
Étym. vb. d’οἴσω, fut. de φέρω.