Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
οἰστροδίνητος
οἰστροδόνητος
οἰστρόδονος
οἰστρο·δόνητος,
ος, ον,
c. le préc.
Eschl.
Suppl.
574 ;
Ar.
Th.
322
.
Étym.
οἶστρος, δονέω
.