οἰστροϐολέω-ῶ

οἰστροδίνητος

οἰστροδόνητος
οἰστρο·δίνητος, ος, ον [] rendu furieux par l’aiguillon (d’un taon) Eschl. Pr. 589.
Étym. οἶστρος, δινέω.