Οἰώνιχος

οἰωνόϐρωτος

οἰωνοθέτης
οἰωνό·ϐρωτος, ος, ον, dévoré par les oiseaux, Str. 735 ; Spt. 2 Macc. 9, 15 ; 3, 6, 34.
Étym. οἰωνός, βιϐρώσκω.