οἰωνοσκοπέω-ῶ

οἰωνοσκοπία

οἰωνοσκοπικός
οἰωνοσκοπία, ας () fonction d’augure, observation que font les augures, DH. 3, 70 ; Ps.-Plut. Fluv. 6, 4.
Étym. οἰωνοσκόπος.