οἰωνοσκοπία

οἰωνοσκοπικός

οἰωνοσκόπος
οἰωνοσκοπικός, ή, όν, qui concerne l’observation des oiseaux, Man. 4, 212 ; ἡ οἰωνοσκοπική (s. e. τέχνη) DH. 3, 70, la science des augures.
Étym. οἰωνοσκόπος.