Ὀκτάϐιος

ὀκτάϐλωμος ἄρτος

ὀκτάγωνος
ὀκτά·ϐλωμος ἄρτος, pain dont la surface était divisée en huit portions, Hés. O. 440.
Étym. ὀκτώ, βλωμός.