ὀκτάϐλωμος ἄρτος

ὀκτάγωνος

ὀκταδακτυλιαῖος
ὀκτά·γωνος, ος, ον, à huit angles, A. Tr. 9, p. 165 ; Nicom. Arithm. 2, 11, 3, p. 95 Hoche.
Étym. ὀ. γωνία.