ὀκτακισμύριοι

ὀκτακισχίλιοι

ὀκτάκλινος
ὀκτακισ·χίλιοι, αι, α [ᾰῑλ] huit mille, Hdt. 9, 28 ; Xén. An. 5, 5, 4, etc. ; au sg. collectif ὀκτακισχίλιος, α, ον (ἵππος, ἀσπίς, etc. Hdt. 5, 30 ; 7, 85) 8 000 chevaux, boucliers, c. à d. 8 000 hommes à cheval, armés de boucliers, etc.
Étym. ὀκτάκις, χίλιοι.