ὀκτάκις

ὀκτακισμύριοι

ὀκτακισχίλιοι
ὀκτακισ·μύριοι, αι, α [ᾰῡ] quatre-vingt mille, DS. 14, 47.
Étym. ὀκτάκις, μύριοι.