Ὀκταούιος

ὀκταπάλαιστος

ὀκτάπηχυς
ὀκτα·πάλαιστος, ος, ον [ᾰᾰ] de huit παλαισταί, El. tact. 12.
Étym. ὀ. παλαιστή.