ὀκταπάλαιστος

ὀκτάπηχυς

ὀκταπλάσιος
ὀκτά·πηχυς, υς, υ, gén. εος-ους [] de huit coudées, Pol. 5, 89, 6 ; Str. 170.
Étym. ὀ. πῆχυς.