ὀκτάπηχυς

ὀκταπλάσιος

ὀκταπλασίων
ὀκταπλάσιος, α, ον [ᾰσ] huit fois aussi grand, Ar. Eq. 70 ; Plat. Tim. 35c.
Étym. ὀ. -πλάσιος.