ὀκτώϐριος

ὀκτωδάκτυλος

ὀκτωκαίδεκα
ὀκτω·δάκτυλος, ος, ον [] de huit doigts d’épaisseur, Ar. Lys. 109.
Étym. ὀ. δάκτυλος.