ὀκτωδάκτυλος

ὀκτωκαίδεκα

ὀκτωκαιδεκάδραχμος
ὀκτω·καί·δεκα, indécl. dix-huit, Hdt. 2, 111 ; Xén. Hell. 4, 3, 23, etc.
Étym. ὀ., καί, δέκα.