ὀκτωκαιδεκάδραχμος

ὀκτωκαιδεκαέτης

ὀκτωκαιδεκαέτις
ὀκτωκαιδεκα·έτης, ης, ες, qui a 18 ans, Luc. D. mort. 27, 7.
Étym. ὀκτωκαίδ., ἔτος.