ὀκτωκαίδεκα

ὀκτωκαιδεκάδραχμος

ὀκτωκαιδεκαέτης
ὀκτωκαιδεκά·δραχμος, ος, ον, qui vaut ou a pour masse 18 drachmes, Dém. 1045, 3.
Étym. ὀκτωκαίδεκα, δραχμή.