ὀκτωκαιδεκαταῖος

ὀκτωκαιδέκατος

ὀκτωκαιδεκέτης
ὀκτωκαιδέκατος, ος, ον [] dix-huitième, Od. 5, 279, etc. ; Pol. 1, 56, 2.
Étym. ὀκτωκαίδεκα.