ὀκτωκαιδέκατος

ὀκτωκαιδεκέτης

ὀκτωκαιδεκέτις
ὀκτωκαιδεκ·έτης, ης, ες, acc. έτη, qui a 18 ans, Dém. 1009, 13 ; Thcr. Idyl. 15, 129 ; Luc. D. mort. 27, 7, etc.
Étym. ὀκτωκαίδεκα, ἔτος.