ὀλϐιογάστωρ

ὀλϐιοδαίμων

ὀλϐιόδωρος
ὀλϐιο·δαίμων, ων, ον, gén. ονος, heureux, fortuné, Il. 3, 182.
Étym. ὄ. δαίμων.