ὀλϐιοδαίμων

ὀλϐιόδωρος

ὀλϐιοδώτης
ὀλϐιό·δωρος, ος, ον, qui donne le bonheur, Eur. Hipp. 750 ; Anth. 11, 60.
Étym. ὄ. δῶρον.