ὀλϐιόμοιρος

ὀλϐιόπλουτος

Ὀλϐιοπολῖται
ὀλϐιό·πλουτος, ος, ον, heureux de ses richesses, Philox. fr. 3, 23 Bgk.
Étym. ὄ. πλοῦτος.