ὀλϐιόθυμος

ὀλϐιόμοιρος

ὀλϐιόπλουτος
ὀλϐιό·μοιρος, ος, ον, à l’heureux destin, Orph. H. 25, 6.
Étym. ὄ. μοῖρα.