ὀλϐιοεργός

ὀλϐιόθυμος

ὀλϐιόμοιρος
ὀλϐιό·θυμος, ος, ον [] heureux au fond de l’âme, ou qui réjouit le cœur, Orph. 18, 21.
Étym. ὄ. θυμός.