ὀλεσισιαλοκάλαμος

ὀλεσιτύραννος

ὄλεσσαι
*ὀλεσι·τύραννος, poét. ὀλεσσιτύραννος, ος, ον [] qui détruit les tyrans, Anth. 15, 50.
Étym. ὄλλυμι, τύραννος.