ὀλεσίπτολις

ὀλεσισιαλοκάλαμος

ὀλεσιτύραννος
ὀλεσι·σιαλο·κάλαμος, ου, adj. m. qui détruit la salive, c. à d. qui assèche la bouche, Pratin. (Ath. 617e, conj. p. ὀλεσιαυλοκάλαμος).
Étym. ὄλλυμι, σίαλον, κάλαμος.